«Τι είναι αυτό το συναίσθημα που σας σφίγγει όταν φεύγετε με τ’αμάξι αφήνοντας πίσω σας ανθρώπους που τους βλέπετε να μικραίνουν μέσα στη πεδιάδα μέχρι που τελικά εξαφανίζονται; Είναι ο απέραντος δρόμος που μας βαραίνει κι είναι ο αποχαιρετισμός.»
Από την εφηβεία μου γυροφέρνω αυτό το βιβλίο και όλο το αναβάλω. Όλοι οι γνωστοί και φίλοι (με μοναδική εξαίρεση τον πατέρα μου και έναν πολύ καλό μου φίλο) είχαν παράπονα από το βιβλίο. Το παρατούσαν στη μέση, δυσκολεύονταν, έβρισκαν ανούσιο το θέμα του. Τους καταλαβαίνω. Η γραφή δεν είναι εύκολη και το θέμα του επαναλαμβάνεται από ένα σημείο και μετά. Σε κάποια σημεία είναι κουραστικό, ενώ σε κάποια άλλα είναι έτσι δοσμένη η αφήγηση που χάνεσαι. Πολλά ονόματα, πολλοί τόποι, πολλοί δρόμοι. Κι όμως. Το σπουδαίο με αυτό το βιβλίο είναι ότι οι ίδιοι λόγοι που μπορεί να σε κουράσουν μπορεί να σε κάνουν και να το λατρέψεις. Εγώ το λάτρεψα.
«Αλλά τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σε όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που μ΄ ενδιαφέρουν, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μία και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα…»
Αυτά είναι τα λόγια του Σαλ, του πρωταγωνιστή μας, ο οποίος με παρέα ή χωρίς οργώνει όλη τη χώρα με αμάξι. Το βιβλίο δεν έχει υπόθεση, είναι μονάχα οι περιπέτειες στις πόλεις που συναντά, τους ανθρώπους που γνωρίζει και τα ευτράπελα στα οποία μπλέκεται. Πότε οτοστόπερ και πότε συνοδηγός του φίλου του, Ντην, ο Σαλ εξερευνά τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σε μία χώρα που όσο μεγάλη και αν φαίνεται δεν τον χωράει. Ερωτεύεται, πίνει, μιλάει για βιβλία που του αρέσουν, γράφει, ζητάει δανεικά για να μπορεί να συνεχίσει και συνεχίζει. Είναι ωραίος τύπος ο Σαλ, γιατί έχει συνειδητοποιήσει κάτι που εμείς έχουμε ξεχάσει πια. Ο δρόμος είναι η ζωή.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι ένα μανιφέστο γύρω από την ελευθερία, από την ανάγκη του ανθρώπου να το σκάσει από τους τοίχους που τον πνίγουν και να βρεθεί στους ανοιχτούς χώρους και τις ανοιχτές αγκαλιές που πρέπει να βρίσκεται. Ο Κέρουακ στα λέει όλα αυτά δίχως φαμφάρες και μελοδραματισμούς. Σου δείχνει απλά την ζωή και σε καλεί να προχωρήσεις στον δικό σου δρόμο είτε είναι ο Route 66 είτε η Εγνατία Οδός (την πέταξα την σαχλαμάρα μου δεν κρατήθηκα!).
Είναι όμως, όπως είπα και στην αρχή, ένα δύσκολο βιβλίο. Όχι σαφώς από νοηματική άποψη, αλλά από την θεματολογία και την εκτέλεση του. Θέλεις χρόνο για να χωνέψεις τον ποιητικό αλλά και χειμαρρώδη λόγο του Κέρουακ και σίγουρα μετά το δεύτερο road trip θες να δεις και κάτι άλλο στην πλοκή. Παρόλα αυτά, αξίζει σίγουρα να διαβαστεί. Δεν αποτελεί αυθαίρετα το ευαγγέλιο της beat generation και ούτε πρόκειται για μύθο η επιρροή αυτού του έργου σε μια ολόκληρη γενιά. Τείνω να πιστεύω μάλιστα πως αν και η δική μου γενιά είχε τέτοιες (λογοτεχνικές και μη) επιρροές θα ήταν πολύ καλύτερη.
Θα κλείσω αυτή την ανάρτηση γνωρίζοντας ότι σας χρωστάω δύο λόγια για τον συγγραφέα (κατα πως φαίνεται βέβαια θα ασχοληθούμε μαζί του εκτενέστερα τον επόμενο καιρό) και παραθέτοντας ένα ακόμα απόσπασμα από το τελευταίο μέρος του βιβλίου στο οποίο ο Κέρουακ σχολιάζει τους Ινδιάνους του Μεξικό, μια ακόμα μειονότητα που υποφέρει κάτω από τον πολιτειακό ζυγό αιώνες τώρα και περιμένει καρτερικά την δικαίωσή του.
«Αυτοί οι άνθρωποι ήταν αναμφίβολα Ινδιάνοι και δεν είχαν τίποτα κοινό με τους Πέντρος και τους Πάντσος του ηλίθιου φολκλόρ της εκπολιτισμένης Αμερικής – έχουν εξογκωμένα μήλα και σχιστά μάτια και υπερβολικά γλυκούς τρόπους· δεν ήταν τρελοί, δεν ήταν καραγκιόζηδες· ήταν Ινδιάνοι γεμάτοι μεγαλείο και σοβαρότητα, ήταν η πηγή του ανθρώπινου είδους και οι πατέρες του. Η θάλασσα είναι κινέζικη, μα η γη ινδιάνικη. Ακλόνητοι όπως οι βράχοι στην έρημο, είναι και αυτοί μέσα στην έρημο της <<ιστορίας>>. Και το γνωρίζουν αυτό καθώς εμείς περνούμε, σαν ψηλομύτες, λεφτάδες και ατομιστές Αμερικάνοι που έρχονται να γλεντήσουν στα χώματά τους· ήξεραν ποιος είναι ο πατέρας και ποιος ο γιός της παμπάλαιας ζωής πάνω σε αυτή τη γη και απέφευγαν κάθε είδους σχόλιο.»
Ωραία κριτική. Εγώ δυστυχώς δεν δεθηκα μαζί του. Νομίζω πως η Αμερικανική λογοτεχνία δεν με αγγίζει.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Δεν είσαι η μόνη Τζο μου! Θεωρώ ότι πρέπει να θες να μαγεύεις για να το καταφέρεις τελικά. Κάτι ανάλογο έχει πει και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Σωστή! Μπουκόφσκι αγαπας;
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Λατρεύω, δεν αγαπώ απλά!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
ΑΧΑΧΑ έχω ένα δικό του να διαβάσω. Ερωτικές ιστορίες.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Τι κάθεσαι; Πάρε τον γάτο αγκαλιά και ξεκινα!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ο γάτος είναι στην μάνα μου. Επίσης είναι ένα ψυχακι με τάσεις δολοφονικές, δεν το αποκλείω να έχει κανένα στιλέτο κρυμμένο στην γούνα του.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ότι πρέπει για Τσαρλς ❤
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Χαχαχαχα είναι κουκλάκι ❤ εντωμεταξύ το βιβλίο είναι πολύ παλιό, έκδοση του 82 νομίζω
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Τον έχω ερωτευτεί σου λέω! Και μένα ο δρόμος ήταν πριν από την γέννησή μου 😛
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Χιχιχιχ αγάπη τα παλιά βιβλία!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ω είναι currently reading επομένως έριξα μια καρδούλα μα θα επανέλθω να διαβάσω τα λόγια σου αφού (κι ότανε) το τελειώσω! 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Μην ανησυχείς, έχω φροντίσει να μην υπάρχει κανένα spoiler! Σε περιμένω πάντως, αφού το τελειώσεις, να τα πούμε! Καλή ανάγνωση:)
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Παράθεμα: Αγαπημένα Ιανουαρίου | style rive gauche
Παράθεμα: Το ποίημα της εβδομάδας | style rive gauche
Παράθεμα: Λόλα, να ένα βιβλίο | style rive gauche